ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ


ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
ΗΤΟΙ
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Τὰ ἤθη τῶν Ἑλλήνων, πρὸς τούτοις, εἶναι ἄλλη μεγαλειτέρα αἰτία, ὅτι εὔκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσίς των. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, καὶ μάλιστα οἱ χωρικοί, ἔχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εἰς τὰ ἄρματα (8). Σχεδὸν καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ἔχει δύο καὶ τρία ἄρματα, καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστοι κυνηγοί (9). Εἶναι δὲ γενικῶς πεπροικισμένοι ἀπὸ τὴν φύσιν μ᾿ ἓν πνεῦμα γεννητικὸν καὶ ὀρθόν. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τὰς φυσικάς των ἀρετάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, ἡ φιλοξενία εἶναι εἰς αὐτοὺς γενική. Τέλος πάντων φιλόθρησκοι καὶ εἰς τὸ ἄκρον ἐναντίοι τῶν ὀθωμανῶν.
Ἡ αὐτοϊδιότης τῆς τροφῆς των καὶ τὰ καθαρὰ ἀναβρυστικὰ νερὰ ὁποὺ πίουσι, τοὺς βαστᾶ ἀδιακόπως εἰς μίαν εὐρωστίαν καὶ δύναμιν ἐξαίσιον (10). Ἡ εἰλικρινότης καὶ εὐθύτης των εἶναι βέβαια ἀξίαι τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος. Τὸ σέβας των πρὸς τοὺς γέροντας καὶ ἡ ἀγάπη των διὰ τὴν δόξαν εἶναι ὁμοῖαι μὲ τῶν Σπαρτιάτων. Εἶναι λίαν εὔστροφοι, ἀγαποῦσι καταπολλὰ νὰ ἐπιχειρίζωνται κάθε δύσκολον ὑπόθεσιν, καὶ εἶναι περισσότερον ριψοκίνδυνοι, παρὰ δειλοί (11).
Ἡ διαγωγή των εἶναι ἐνάρετος, καὶ μὲ τόσην σταθερότητα ὑποφέρουσι τὰ βάσανα τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας, ὁποὺ φανερὰ ἀποδεικνύεται ἡ ἀνότης τῆς ψυχῆς των· καταφρονοῦσι δὲ εἰς τὸ ἄκρον τοὺς τυράννους των, καὶ ἡ προθυμία των εἰς τὸ νὰ ἐλευθερωθῶσι εἶναι ἄκρα. Ἄλλο δὲν προσμένουν, παρὰ μόνον ἕνα ἀρχιστράτηγον, διὰ νὰ τοῦ γίνουν ὅλοι ὀπαδοί, καὶ νὰ ξαναποκτήσουν τὴν ἐλευθερίαν τους.
Ἴσως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀναγνώστας, μάλιστα δὲ ἂν εἶναι ἀλλογενὴς - διὰ τοὺς ὁποίους ἐγὼ δὲν γράφω - ἤθελε μὲ κατακρίνει διὰ κόλακα πρὸς τοὺς ὁμογενεῖς μου, τοὺς ὁποίους τρόπον τινὰ φαίνεται νὰ ἐπαινῶ πολλά. Διὰ τοῦτο λοιπόν, θέλοντας νὰ ἐβγάλω ἀπὸ αὐτοὺς τοιαύτην ἀμφιβολίαν, θέλω προσπαθήσει νὰ ἀποδείξω ἐν συντόμῳ τὰς αἰτίας τοιούτου χαρακτῆρος.
Τὸ νὰ διαφέρωσιν οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ των, τόσον κατὰ τὸ σῶμα, καθὼς καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, οὐδεὶς βέβαια ἀμφιβάλλει. Τρεῖς εἶναι λοιπὸν αἱ αἰτίαι τοιούτου ἀποτελέσματος. Ἡ θέσις μιᾶς ἐπαρχίας ὡς πρὸς τὴν γηΐνην σφαῖραν, τὸ κλῖμα καὶ αἱ περιστάσεις. Ἡ μὲν πρώτη προξενεῖ τὴν διαφορὰν εἰς τὰ γένη, ὡς ἐπὶ παραδείγματι ὁ Ρῶσσος διαφέρει ἀπὸ τὸν Ἀφρικάνον. Ἡ δὲ δευτέρα ἐκτελεῖ τὸ αὐτὸ ἀπὸ πολίτην εἰς πολίτην, καὶ οὕτως ὁ Ἀθηναῖος διαφέρει ἀπὸ τὸν Λακεδαίμονα. Καὶ ἡ τρίτη, τέλος πάντων, εἰς τὴν ὁποίαν αἱ δύο πρῶται πολλὰ συνεισφέρουσι, ἀποκαταστεῖ μεγαλειτέραν τὴν διαφορὰν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ διὰ τοῦτο ὁ εἷς διαφέρει τοῦ ἄλλου.
Ἡ διοίκησις, ἡ θρησκεία, ὁ ἀριθμὸς τῶν κατοίκων, τὰ ἤθη, καὶ τέλος πάντων ἡ ἐξακολούθησις ἀγνώστων αἰτιῶν, ἤτοι τὸ συμβεβηκός, συνθέτουσι ταύτην τὴν τρίτην αἰτίαν, λέγω, τῶν περιστάσεων. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν διαφορὰν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ καθενὸς ἔχει τὸ μεγαλείτερον μέρος. Ἀδύνατον εἶναι τώρα νὰ ἐπαριθμήσῃ τινὰς ὅλα ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα συνίσταται ἡ διαφορὰ τῶν ἀνθρώπων. Φθάνει, ἐν συντόμῳ, νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι ἡ μὲν θέσις κατὰ μοίρας, ὡσαύτως καὶ τὸ κλῖμα, ἀποκαταστῶσι τοὺς ἀνθρώπους, ἢ μιᾶς κράσεως ὑγιεστάτης, ἢ ἀδυνάτου, ἐκ τῶν περιστάσεων δὲ ἡ μὲν νομαρχία καταστεῖ τὸν ἄνθρωπον ἄφοβον, εἰλικρινῆ καὶ ἐνάρετον, ἡ τυραννία δὲ δειλόν, πονηρὸν καὶ ὑποκριτήν. Ἡ θρησκεία ὡσαύτως, τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ παραδείγματος χάριν, κατασταίνει τοὺς ὀπαδούς του φιλευσπλάγχνους, φιλοξένους καὶ συμπαθητικούς. Ἡ ἑβραϊκὴ θρησκεία κάμνει τὸν λαὸν μισάνθρωπον. Ἡ ὀθωμανική, τέλος πάντων, τὸν κάμνει αὐτόματον, καὶ οὕτως διὰ τὰς λοιπάς.
Πρὸς τούτοις, τὸ συμβεβηκὸς ἔχει δύναμιν πολλάκις νὰ χαρακτηρίσῃ ἕνα λαόν. Τυχαίνοντας, παραδείγματος χάριν, ἓν γένος εἰς πόλεμον μὲ διάφορα ἄλλα γένη, καὶ νικῶντας τα δύο καὶ τρεῖς φοράς, λαμβάνει βαθμηδὸν ἓν θάρρος τοσοῦτον, ὥστε ὁποὺ μὲ τὸν καιρὸν τοῦ μένει ξεχωριστόν του κτῆμα. Οὕτως ἠκολούθησεν εἰς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ τὸ ἴδιον μᾶς τὸ βεβαιοῦσιν οἱ Σπαρτιᾶτες τοῦ νῦν αἰῶνος, λέγω οἱ θαυμαστοὶ Σουλιῶτες, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἐκαταδέχθησαν νὰ πολεμήσουν τοὺς ἐχθρούς των, ἂν πρότερον δὲν τοὺς ἔβλεπον δεκαπλασίως περισσοτέρους των. Τὸ κλῖμα τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ κατὰ μοίρας θέσις αὐτῆς εἶναι ἐξαίρετα. Ὅλη σχεδὸν ἡ Ἑλλὰς εἶναι στολισμένη μὲ λόφους καὶ πεδιάδας θαυμασίας, τὰ περισσότερα χωρία εὑρίσκονται εἰς ὕψος, ἡ γῆ εἶναι καταπολλὰ καρποφόρος, τὰ νερὰ καθαρώτατα, ὁ ἀὴρ εὔκρατος, ὅθεν καὶ γενικῶς οἱ Ἕλληνες εἶναι ὑγιεῖς καὶ εὐφυεῖς. Αἱ περιστάσεις δὲ ὁποὺ εἰς τὸν παλαιὸν καιρὸν κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας τόσον ἀξιωτέρους ἀπὸ τὰ ἄλλα γένη, τοὺς ἐχαρακτήρισαν διὰ φιλοξένους, μεγαλοψύχους, ζηλωτὰς τῆς πατρίδος των καὶ λατρευτὰς τῆς ἐλευθερίας.
Οἱ Ρωμαῖοι μετὰ τὸν Φίλιππον ὠλιγόστευσαν ὁπωσοῦν τὴν πρώτην των καθαρότητα, οἱ ὀθωμανοὶ δέ, φυλάττοντές τους ὑπὸ τῆς βαρβάρου τυραννίας των, δὲν ἠμπόρεσαν ποσῶς οὔτε νὰ τοὺς φθείρουν τὰ ἤθη, οὔτε νὰ τοὺς ἀλλάξουν τὸν παλαιὸν χαρακτῆρα τους, καὶ τοῦτο διὰ δύο αἴτια. Πρῶτον μέν, ἐπειδὴ οἱ ὀθωμανοὶ εἶναι ἑτερόθρησκοι, καὶ δεύτερον, ὁποὺ οἱ Ἕλληνες, μὴν ἔχοντες εἰς χεῖρας των τὴν διοίκησιν, πάντοτε ἔμειναν οἱ ἴδιοι. Αὐτοί, νομίζοντες τοὺς ὀθωμανοὺς τόσους ξένους τυράννους των, οὔτε εἰς τὰ ἤθη των τοὺς ἐμιμήθησαν, οὔτε εἰς τὸν χαρακτῆρα των. Καὶ ἂν ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ἠφάνισεν τὴν Ἑλλάδα κατ᾿ ἄλλα μέρη, βέβαια δὲν ἠδυνήθη νὰ διαφθείρῃ τὰ ἤθη τῶν κατοίκων της, ὁπού, ἴσως, ἕνας μονάρχης, ἤτοι τύραννος τῆς αὐτῆς θρησκείας καὶ γένους, ἤθελεν κάμει.
Τὰ ἤθη, λοιπόν, καὶ ὁ χαρακτὴρ τῶν Ἑλλήνων προδεικνύει τὴν εὐκολίαν τῆς ἐλευθερώσεώς των. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν, τέλος πάντων, τὰ ὄμματά μας εἰς τὰ παραδείγματα, διὰ νὰ καταπεισθῶμεν εὐκολώτερα. Ἐγὼ ἠμποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω χίλια παραδείγματα γενικῶν ἐπαναστάσεων, παλαιῶν τε καὶ νέων εἰς διάφορα μέρη τῆς γῆς, διὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι, ὅταν μία ἐπανάστασις ἔχει διὰ ὅρον καὶ τέλος τὴν ἐλευθερίαν, ὅταν δηλ. ἡ ὑπόθεσις ἐγγίζει τοὺς περισσοτέρους, πάντοτε εὐδοκιμεῖ. Ἀλλ᾿ ἡ διήγησίς των ἤθελεν σταθῆ πολλὰ διεξοδική, ὡσὰν ὁποὺ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρω καὶ τὰς περιστάσεις καὶ τὰ ἐπίλοιπα.
Δόξα οὖν τῇ Ἐλευθερίᾳ, ἔχομεν ἓν παράδειγμα, καὶ μεγάλον καὶ νέον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀρκετόν, διὰ νὰ σᾶς καταπείσῃ, χωρὶς νὰ ἔχω χρείαν νὰ ἀντιγράψω τοὺς ἱστορικούς. Τοιοῦτον παράδειγμα τόσον εἶναι ἀξιοθαύμαστον εἰς τὴν ἰδιότητά του, ὅσον μεγαλειτέρα ἤθελε σταθῆ ἡ ἀνοησία ἐκείνων, ὁποὺ δὲν ἤθελον καταπεισθῆ. Οἱ Σέρβοι μᾶς δίδουν αὐτὸ τὸ μεγάλον παράδειγμα, ὦ Ἕλληνες.
Αὐτοὶ ἦτον ὁ λαὸς ὁ πλέον ἁπλούστατος, καὶ βέβαια καθεὶς ἐστοχάζετο, ὅτι ἀργότερα ἤθελε λάμψει ἡ ἐλευθερία εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, παρὰ εἰς τὰ ἄλλα. Μ᾿ ὅλον τοῦτο, ὁ θαυμαστὸς στρατηγός των καὶ ἐλευθερωτής των Γεώργιος ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐπαναστατήσῃ ὅλους τοὺς συμπατριῶτας του, καὶ εἰς τὸ βραχύτατον διάστημα ἓξ μηνῶν νὰ ἐλευθερώσῃ τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Ὤ, πόσα μαθήματα ἔδωσεν καὶ πόσας ἀμφιβολίας διέλυσεν μὲ τὰ ἔργα του ὁ ἀξιάγαστος Γεώργιος εἰς μεταχείρισιν τῶν Ἑλλήνων! Ὤ, πόσον ἀποστόμωσε τοὺς ἀνοήτους καὶ φλυάρους κατὰ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ κατορθώματά του, καὶ ἐτρόμαξεν τοὺς ἀχρείους ὀθωμανοὺς μὲ τὰ ἄρματα τῆς νίκης καὶ τῆς ἐκδικήσεως!
Ὦ Ἕλληνες, μάθετέ το διὰ πάντοτε, τὰ ἄρματα τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἀνίκητα, καὶ οἱ ὀθωμανοὶ θέλουν φύγει ἀπ᾿ ἔμπροσθεν τῶν ἀρματωμένων Ἑλλήνων. Μὴν ἀλησμονήσητε πρὸς τούτοις, παρακαλῶ, τὸ παντοτινὸν παράδειγμα τῶν θαυμαστῶν Μανιάτων. Ἴδετε ὅτι οἱ ὀθωμανοὶ ποτὲ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τοὺς καταδαμάσουν, οὔτε κἂν νὰ πλησιάσωσι τολμοῦσι πλέον εἰς τὰ σύνορά των. Ἐνθυμηθῆτε, τέλος πάντων, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς νίκης εἶναι ἡ ἀνθίστασις, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι οὔτε ἄγριοι, οὔτε οὐτιδανῆς ψυχῆς, καθὼς οἱ ἐχθροί των ὀθωμανοί.
Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, τί νὰ σᾶς εἰπῶ περισσότερα, χωρὶς νὰ σᾶς ξαναειπῶ τὰ ἴδια. Ἡ ὑπόθεσις εἶναι τόσον φανερά, ὁποὺ μοῦ κακοφαίνεται τῇ ἀληθείᾳ, νὰ ἠθέλησα νὰ σᾶς τὴν ἀποδείξω. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἀμφιβάλλουν ἀπὸ ἱσχυρογνωμίαν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν κακογνωμίαν, εὑρίσκονται τινές, οἱ ὁποῖοι ἀμφιβάλλουσιν ἀπὸ ἀμάθειαν, διὰ τοῦτο καὶ μόνον ἀπεφάσισα νὰ παραστήσω τὰς αἰτίας, ὁποὺ βιάζουσιν ἐνταυτῷ καὶ εὐκολύνουν τὴν ἐπανόρθωσιν τοῦ γένους μας.

***

Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰς προειρημένας αἰτίας, ὁποὺ ἀνέφερον, μένει ἀκόμη μία, ἡ ὁποία τόσον εἶναι μεγάλη καὶ εὐκολονόητος, ὁποὺ πρέπει νὰ καταπείσῃ καὶ τοὺς πλέον ἱσχυρογνώμονας: Ποῖος ἀμφιβάλλει, ἐπὶ παραδείγματι, ὅτι τὸ μέρος εἶναι μικρότερον ἀπὸ τὸ ὅλον; Ποῖος πρὸς τούτοις ἀμφιβάλλει, ὅτι μία δύναμις ὣς πέντε νικᾶ μίαν ἄλλην ὣς δύο; Βέβαια οὐδείς. Οἱ Ἕλληνες λοιπὸν πρὸς τοὺς ὀθωμανούς, εἶναι ὣς τὰ ἑπτὰ πρὸς τὸ ἕν, καθὼς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη. Καὶ ποῖος, παρακαλῶ σας, τώρα δὲν θέλει καταπεισθῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν δεῖξιν, ὅτι οἱ Ἕλληνες πρέπει ἐξ ἀνάγκης νὰ νικήσωσι τοὺς ὀθωμανοὺς; Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ νὰ ἀμφιβάλλῃ καὶ νὰ μὴν εἶναι ὁλοτελῶς ἀναίσθητος; Ἐγὼ θέλω νὰ ἐλπίσω, ὅτι δὲν θέλει εὑρεθῆ κανεὶς τόσον δύσνους καὶ ἀνόητος.
Ὦ Ἕλληνες! Ὦ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Καὶ ὀλιγότεροι ἂν ἤμεθα ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς, ἀφεύκτως ἠθέλαμεν τοὺς νικήσει, διὰ τὰς τόσας αἰτίας ὁποὺ ἀνωτέρω εἶπον, πόσῳ μᾶλλον ὄντες ἑπτάκις ἀνώτεροι εἰς τὴν ποσότητα! Οἱ ἐχθροί μας δὲ ὄχι κατὰ τὸν ἀριθμὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ ἤθη, κατὰ τὴν ἀνδρείαν καὶ κατὰ τὴν μεγαλοψυχίαν, εἶναι ἑκατὸν φορὰς ὑποδεέστεροί μας. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν νικήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας;
Ἴσως πάλιν κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ συνηθίζουν νὰ ἐρωτῶσι, χωρὶς νὰ καταλαμβάνωσι, ἤθελεν ἀποκριθῆ: «Ἂν οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, διατί λοιπὸν μέχρι τῆς σήμερον δὲν τοὺς ἐνίκησαν;» Καὶ πότε ἐπολέμησαν, ἀνόητε ἄνθρωπε, καὶ δὲν τοὺς ἐνίκησαν; Αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι φευγάτοι εἰς τὰ δάση, ὁποὺ καθημερινῶς πολεμοῦσι καὶ νικοῦσι, δὲν εἶναι ἱκανοὶ ἴσως νὰ σοῦ ἀποδείξουν τὴν ἀλήθειαν; Τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα, καὶ μάλιστα τῶν Ὑδριώτων, ὁποὺ καθημερινῶς μὲ τοὺς ἀλλογενεῖς πειρατὰς ἐχθρούς των πολεμοῦσι, δὲν τοὺς νικοῦσιν ἴσως πάντοτε, ἀγκαλὰ καὶ ἀσυγκρίτως μεγαλειτέρους των; Ὁ Γεώργιος δὲν ἐλευθέρωσεν ἴσως τοὺς Σέρβους; Καὶ ποῖος ἀμφιβάλλει, ὅτι ὁ Ρήγας ἤθελεν ἐλευθερώσει τὴν Ἑλλάδα, ἂν ἡ φθονερὰ τύχη μας δὲν ἤθελεν δανείσει τῆς προδοσίας τὸ μιαρὸν ξίφος εἰς τὰς χεῖρας τοῦ σκληροῦ Οἰκονόμου;
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ πάλιν ἄλλος, ἀπ᾿ ἐκείνους ὁποὺ κρίνουν τὰ πράγματα καθὼς τὰ βλέπουν, καὶ ὄχι καθὼς εἶναι, νὰ λέγῃ: «Ἔ! ἕνας ἦτον ὁ Ρήγας, καὶ ἄλλος δὲν εὑρίσκεται». Ὤ, πόσον λανθάνεται, ὅποιος ἔτζι στοχάζεται! Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κάμω τοιαύτην ἀτιμίαν τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ μάλιστα τοῦ γένους μας, πιστεύοντάς το. Καὶ ἂν μέχρι τοῦ νῦν δὲν ἐφάνη, ὄχι διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμφανισθῇ ἐντὸς ὀλίγου; Μόνον οἱ ἀκατάπειστοι ἂς προσμείνουν νὰ ἰδοῦν εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἐντροπήν τους.
Ἐσεῖς δέ, ὦ μιμηταὶ τοῦ μεγάλου Ρήγα, ἀκούσατε μερικὰς ἐνθυμήσεις, ὁποὺ τώρα θέλω σᾶς καταγράψει, διὰ νὰ δώσω τέλος τοῦ λόγου μου, καὶ ἐνταυτῷ νὰ ἀποδείξω τὰ μέσα μιᾶς ἐπαναστάσεως καὶ ἐπανορθώσεως τοῦ γένους μας.
Ἐγὼ δὲν νομίζω μ᾿ ἐτοῦτο νὰ σᾶς συμβουλεύσω, ὦ ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ ἠξεύρω, ὅτι ὁ μεγαλείτερος διδάσκαλος εἶναι ὁ ἔρως τῆς πατρίδος, καὶ ἐσεῖς τὸν αἰσθάνεσθε, ὅσον χρειάζεται. Τὸ θέμα ὅμως τὸ καλεῖ, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι ἡ ἀρετὴ πρέπει νὰ εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῶν ἐπιχειρημάτων σας. Ὁ σκοπός σας πρὸς τὸ καλὸν τὸ γενικόν, καὶ ὄχι τὸ μερικόν, νὰ ἀποβλέπῃ πάντοτε.
Ἡ φρόνησίς σας θέλει σᾶς διδάξει, πῶς νὰ φυλάξητε τὸ μυστικόν. Ἐγὼ σᾶς ἐνθυμῶ μόνον, ὅτι οἱ προδόται εὑρίσκονται πανταχόθεν. Ἡ ἐμπειρία σας θέλει σᾶς δείξει τὰ εὐκολοφύλακτα χωρία καὶ τοὺς φιλοπάτριδας καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ἐγὼ δὲ σᾶς ἐνθυμῶ πόσον συμφέρουν εἰς τὴν ἐπιχείρησίν σας. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε χρυσολάτραι, ἐγὼ δὲ σᾶς ἐνθυμῶ, ὁπόσον οὐτιδανώνει ἡ φιλαργυρία μίαν ἡρωϊκὴν ψυχήν. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, ἠξεύρετε πῶς νὰ νικήσητε, ἐγὼ δὲ σᾶς λέγω νὰ καλομεταχειρισθῆτε τὰς νίκας σας.
Μὴν ἀλησμονήσητε τὴν ταχύτητα τοῦ καιροῦ, διὰ νὰ μὴν ἀπερνᾶ οὔτε μία στιγμή, ὁποὺ νὰ μὴν εἶναι στεφανωμένη ἀπὸ τὰ χρηστὰ κατορθώματά σας. Εἶσθε προβλεπτικοί. Βραβεύσατε τὴν ἀξιότητα εἰς ὅποιον ὑποκείμενον τὴν εὕρετε, τιμωρήσετε τὰ ἁμαρτήματα ὁμοίως. Καί, τέλος πάντων, κράξατε πρὸς τοὺς συναδελφούς μας Ἕλληνας καὶ εἴπατε αὐτῶν:
Ἰδού, ἀδελφοί, καιρὸς σωτηρίας. Μὴν σᾶς λυπήσῃ ὀλίγον αἷμα διὰ τὴν ἐλευθερίαν σας καὶ τὴν εὐτυχίαν σας. Ποῖος δὲν κόπτει τὸν δάκτυλον, διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὴν χεῖρα του; Λάβετε τὰ σπαθία τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἂς ὁρμήσωμεν κατὰ τῶν δειλῶν ὀθωμανῶν, διὰ νὰ συνθλάσωμεν τὰς ἁλύσους μας. Ἂς εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν, ὁποὺ δὲν ἐγεννήθημεν ἕνα αἰῶνα πρωτύτερα, ἀλλ᾿ ἐγεννήθημεν εἰς καιρὸν ἐπιτηδειότατον εἰς τὸ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας. Ποία μεγαλειτέρα εὐχαρίστησις διὰ ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ αὐτὴν! Μὴν βραδύνετε λοιπόν, ὦ ἀγαπητοί, τὴν ὑπόθεσιν. Ἂς ξεσπαθώσωμεν μίαν φοράν, καὶ τὸ πρᾶγμα θέλει ἔλθει μόνον του εἰς τὸ τέλος.
Τὸ ὀθωμανικὸν κράτος, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, πρέπει νὰ πέσῃ ἐξ ἀποφάσεως, ἢ οὕτως ἢ οὕτως. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς τὸ γένος μας, ἂν κυριευθῇ ἀπὸ ἑτερογενὲς βασίλειον. Τότε οἱ Ἕλληνες δὲν θέλουν μείνει πλέον Ἕλληνες, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον θέλουν διαφθαρῆ τὰ ἤθη των, καὶ θέλομεν μείνει πάλιν δοῦλοι, καὶ δοῦλοι ἴσως, πάλιν, ἀλευθέρωτοι διὰ πολλοὺς αἰῶνας.
Διὰ τὴν ἀγάπην τῆς τιμῆς μας, στοχασθῆτε το μὲ προσοχήν. Μὴν σᾶς πλανήσουν τὰ ταξίματα τῶν ἐπιτροπῶν καὶ ἀποστολῶν τῶν ξένων βασιλειῶν. Αὐτοὶ εἶναι τόσοι σκλάβοι, καὶ διὰ νὰ μετριάσουν τὴν ἐντροπήν των, προσπαθοῦν νὰ αὐξήσουν τὸν ἀριθμόν των. Αὐτοὶ δὲν προσκυνοῦσι, εἰμὴ τὸν βασιλέα των καὶ τὸν χρυσόν. Μὴν στοχάζεσθε, ὦ ἀδελφοί μου, ὅτι κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς θέλει θυσιάσει καὶ χρυσὸν καὶ στρατιῶτας, διὰ νὰ διώξῃ τὸν ὀθωμανὸν καὶ νὰ μᾶς ἀφήσῃ ἔπειτα ἐλευθέρους! Ὤ, κάλλιον ἕνας σεισμὸς ἢ ἕνας κατακλυσμὸς νὰ μᾶς ἀφανίσῃ ὅλους τοὺς Ἕλληνας, παρὰ νὰ ὑποκύψωμεν πλέον εἰς ξένον σκῆπτρον.
Διατί, ὦ Ἕλληνες ἀγαπητοί μου, νὰ προσμείνωμεν νὰ μᾶς δανείσῃ ἄλλος ἐκεῖνο, ὁποὺ ἡμεῖς ἔχομεν; Χίλιας φορὰς περισσότερον αἷμα ἤθελεν ἐκχυθῆ, ἂν ἤθελεν εἰσέλθει ξένον σπαθὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, παρὰ ἂν ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ μόνοι μας. Μὴν σᾶς δειλιάσῃ πρὸς τούτοις ἡ ἀπειρία μας, ἀλλ᾿ ἴδατε τοὺς Σέρβους (12). Ἴδατε ἐνταυτῷ τοὺς νῦν ναύτας τοῦ γένους μας, πῶς, ἀγκαλὰ καὶ ἀγράμματοι, ταξιδεύουν μὲ μεγαλωτάτην εὐκολίαν εἰς ὅλας τὰς θαλάσσας, μάλιστα δὲ κάμνουσι μόνοι τους τὰ πλέον ὡραιότατα καὶ ταχύτερα καράβια.
Μὴν στοχάζεσθε λοιπόν, ὅτι χρειάζονται αἰῶνες, διὰ νὰ καλλωπισθῇ τὸ γένος μας καθὼς πρέπει. Οὐχί, ὦ Ἕλληνες! Τὸ νὰ ἐλευθερωθῇ καὶ νὰ καλλωπισθῇ εἶναι τὸ αὐτό, καὶ θέλει ἀκολουθήσει εἰς τὸν ἴδιον καιρόν. Μὴν σᾶς φοβίσουν τὰ μέσα, ὅ,τι λογῆς καὶ ἂν εἶναι· ἀποβλέψατε μόνον εἰς τὸ χρηστὸν τέλος. Ὁ καλὸς ναύτης ταξιδεύει μὲ ὅλους τοὺς ἀνέμους. Οὕτως καὶ ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς Ἑλλάδος, εἰς κάθε περίστασιν, ὁποὺ τὸ τυχὸν διορίσῃ, ἠμπορεῖ πάντοτε νὰ διοικήσῃ καλῶς, ὡσὰν ὁποὺ ὁ σκοπός του εἶναι ἕνας, ἓν τὸ τέλος του, λέγω τὸ κοινὸν ὄφελος.
Ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ηὔξησεν τόσον, ὁποὺ μόνη της προδεικνύει τὸν ἀφανισμόν της. Ἡ Ἐλευθερία ἐπλησίασεν εἰς τὴν προτέραν της κατοικίαν. Ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγος τοῦ Ἄρεως ἐξύπνησεν ἀπὸ τοὺς τάφους των τῶν προγόνων μας τοὺς ἥρωας. Ἰδοὺ ὁ Δημοσθένης, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, θεωρεῖ δεύτερον Φίλιππον εἰς τὸν τύραννον τῆς Ἠπείρου. Ἰδοὺ ὁ Λυκοῦργος βλέπει ἄλλους Σπαρτιάτας εἰς τοὺς Σουλιῶτας καὶ Μανιάτας. Ὁ μέγας Λεωνίδας ἀκούει τὰ τύμπανα τῆς νίκης καὶ εὐφραίνεται. Ὁ τύραννος τῆς Συρακούζης Διονύσιος βλέπει καὶ αὐτὸς μακρόθεν τὸν τύραννον τῶν ὀθωμανῶν καὶ προβλέπει τὸ τέλος του. Ἤγγικεν ἡ ὥρα, ὦ Ἕλληνες, τῆς ἐλευθερώσεως τῆς πατρίδος μας! Τὸ τέλος τῶν τυράννων εἶναι, ἀδελφοί μου, πασίδηλον! Ὅλοι ἀπὸ τὸν θρόνον μετέρχονται εἰς τὸν ᾍδην μὲ βίαιον θάνατον καὶ δὲν μένει ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλο, εἰμὴ τὸ βρωμερὸν ὄνομά των διὰ κατάραν εἰς τὰ στόματα τῶν μεταγενεστέρων.
Ὦ Ἕλληνες! Οἱ ποταμοὶ αἵματος τῶν συγγενῶν μας καὶ φίλων μας, ὁποὺ ἐχύθησαν ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸν σπαθί, ζητοῦσιν ἐκδίκησιν. Τόσοι ἄλλοι, ὁποὺ μέλλουσι νὰ χυθῇ, ζητοῦν βοήθειαν. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς τὰ ἀπρόσεκτα πνεύματα, καὶ μακάριοι οἱ συνδρομηταί!
Ναί, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀκόμη μίαν φορὰν διὰ πάντα σᾶς τὸ ἐνθυμῶ, ὅτι καιρὸς τῆς δόξης ἔφθασεν, καὶ κάθε μικρὰ ἀναβολὴ εἶναι ἐπιζήμιος καταπολλὰ εἰς ἡμᾶς. Ἂς τρέξωμεν λοιπὸν ὅλοι μας, ναί, ὅλοι μας, πρὸς κοινὴν ὠφέλειαν. Καὶ ἄμποτες κἀγώ, σὺν τοῖς λοιποῖς φιλογενέσι μου, νὰ ἀξιωθῶ ὀγλήγορα νὰ χύσω τὸ αἷμα μου διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς γλυκυτάτης μου πατρίδος καὶ νὰ αἰσθανθῶμεν ὅλοι μας ἢ τὴν χαρὰν τοῦ Θεμιστοκλέους ἢ τοῦ Ἐπαμεινώντα.
Ἔ! πόσον γλυκὺ πρᾶγμα εἶναι νὰ ὁμιλῇ τινὰς τὴν ἀλήθειαν! Γλυκύτερον ὅμως καταπολλὰ εἶναι νὰ ἐκφέρῃ εἰς φῶς ἀληθείας ἐπωφελεῖς. Αὐτὸ ἐγὼ ἐπροσπάθησα, ἀγαπητοί μου, νὰ ἐκτελέσω καὶ ἐλπίζω νὰ ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ μου. Ἄχρηστον ἤθελεν εἶναι εἰς ἕνα ἄρρωστον, ἂν ὁ ἰατρός, ἀφίνοντας κατὰ μέρος τὸ πάθος του, ἤθελε τοῦ ὁμιλήσει περὶ ἄλλων παθῶν. Διὰ τοῦτο κἀγώ, γνωρίζοντας τὴν ἀληθῆ ἀσθένειαν τῆς Ἑλλάδος, περὶ αὐτῆς μόνον ἀπεφάσισα καὶ ὡμίλησα τῶν ἀδελφῶν μου Ἑλλήνων.
Ἀπέδειξα τί ἐστὶ ἐλευθερία. Ἔπειτα ἐφανέρωσα πόσον ἀναγκαῖον ἀπόκτημα εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον· ὅτι μόνον αὕτη τὸν ἀποκαταστεῖ ἄξιον τοῦ ὀνόματός του, ὄντας ὁ δοῦλος ποταπότερος καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια ἄλογα ζῶα.
Τὰ ὀλίγα παραδείγματα ὁποὺ ἀνέφερα ἀπὸ τὴν ἀναρίθμητον ποσότητα, ὁποὺ ἡ ἱστορία μᾶς διηγεῖται, ἀπέδειξαν ὁπόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία. Δὲν ἔλειψα ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς ἐνθυμίσω τὸ χρέος, ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν Πατρίδα του καὶ τὴν Ἐλευθερίαν του. Τέλος πάντων, ἀγαπητοί μου, ἐπροσπάθησα νὰ σᾶς ἀποδείξω, πόσον εὔκολος εἶναι ἡ ἐπανόρθωσις τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ χαρακτήρ μας, ἡ ποσότης μας, τὰ ἤθη μας, τὸ γῆρας τῆς τυραννίας, τὸ πλῆθος τῶν συνδρομητῶν καὶ ἡ φυγὴ τῆς ἀμαθείας, ἐστάθησαν τὰ ἀναντίρρητα δικαιολογήματά μου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἔδειξα τοῦ καθενὸς ποῦ εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία του. Ἄμποτες, λοιπόν, ὅλοι μας νὰ κινήσωμεν πρὸς ἀπάντησίν της, καὶ νὰ ἀξιωθῶμεν ταχέως νὰ δοξάσωμεν τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδος, καὶ σκιρτίζοντες νὰ ἀλαλάξωμεν: Ζήτω ἡ Ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων εἰς αἰῶνας αἰώνων! Γένοιτο, γένοιτο!

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

----------
(1) Οἱ τοιοῦτοι ἠμποροῦν νὰ παρομοιασθοῦν εἰς τὰς γραίας γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, θέλουσι νὰ ἔχωσι πάντοτε τὸ δίκαιον, καὶ ὅταν τινὰς τῶν ἀποδείξῃ τὸ ἄδικόν των, αὐταί, εὐθὺς ἀλλάζουσι ὁμιλίαν, καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἠμπορέσῃ τινὰς νὰ τὰς καταπείσῃ.
(2) Ἕνας ἐχθρὸς τῆς Ἑλλάδος, ἕνας βρωμοάρχων τοῦ Φαναρίου, ἤκουσα ὅτι ἐμεσίτευσε καὶ ἐπροσπάθησε νὰ ἀρχίσῃ νὰ βάλῃ τάξιν εἰς τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάξῃ καὶ τακτικήν. Ὢ τῆς ἀναισχυντίας του καὶ τῆς κακίας του!
(3) Εὑρίσκονται μερικοὶ ὀθωμανοί, ἤ, διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁπωσοῦν ἄνθρωποι, ὁποὺ δὲν παύουν, ἀπὸ τὸ νὰ λέγωσι ἐν παρρησίᾳ, ὅτι ἔφθασεν τὸ βασίλειόν των εἰς τὸ τέλος του. Οἱ ἴδιοι ἀλλογενεῖς, τὸ βλέπουσι, καὶ ἄλλοι μὲν χαίρονται, ὅσοι τοὺς Ἕλληνας δὲν μισοῦσι, οἱ περισσότεροι ὅμως λυποῦνται.
(4) Ὤ, πόσον ταχύτερα καὶ εὐκολώτερα ἤθελε φωτισθῶσιν οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, ἂν αἱ παραδόσεις τῶν ἐπιστημῶν ἐγίνοντο εἰς τὴν ἁπλῆν μας διάλεκτον! Ἄμποτες λοιπόν, νέοι συγγραφεῖς νὰ πλουτίσωσι καὶ τιμήσωσι τὴν γλῶσσαν μας μὲ τὰ πονήματά των, καὶ ἡ Ἑλληνικὴ νὰ μείνῃ μία μάθησις ξεχωριστή, καὶ νὰ νομίζηται ὡς ἕνας στολισμὸς κατὰ μέρος ἑνὸς μαθητοῦ, καὶ ὄχι ποτὲ ἀναγκαῖον μέσον, καθὼς ἦτον, ἕως τὴν σήμερον, εἰς τὸ νὰ σπουδάσῃ τινὰς τὰς ἐπιστήμας. Καὶ διατί νὰ χάσῃ ὁ ταλαίπωρος νέος τρεῖς καὶ τέσσαρας χρόνους εἰς τὴν σπουδὴν μιᾶς γλώσσης -καὶ σχεδὸν νὰ μὴν τὴν μάθῃ!- εἰς καὶ καιρόν, ὁποὺ ἠμποροῦσε μὲ ὀλιγοτέρους κόπους- οὖσα ἡ σπουδὴ μιᾶς γλώσσης ἡ πλέον ἐνοχλητικὴ - καὶ εἰς ὀλιγότερον καιρὸν νὰ σπουδάσῃ καὶ νὰ μάθῃ ἐντελῶς τὰς ἀναγκαιοτέρας τῶν ἐπιστημῶν; Ἂς ἀποδώσωμεν, λοιπόν, αὐτὴν τὴν τυφλότητά μας, μαζὶ μὲ τόσας ἄλλας, εἰς τὴν τυραννίαν, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ὄλεθρος τοῦ ὀρθῶς νοεῖν, καὶ ἂς ἐλπίσωμεν εἰς τὸ ἑξῆς αὐτὴν τὴν διόρθωσιν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἄξια ὑποκείμενα, ὁποὺ ἠμποροῦν, ἀφοῦ τὸ εἰπῶσι, νὰ τὸ κάμωσιν ἐνταυτῷ, ἐγὼ δὲ σιωπῶ ἐξ αἰτίας τῆς συντομίας, ὁποὺ εἶμαι στενοχωρημένος νὰ φυλάξω. Τὸ κοινὸν ὄφελος πρέπει νὰ προκρίνεται ἀπὸ τὸ μερικόν, καὶ ἡ ἑλληνικὴ νεολαία δὲν πρέπει νὰ ὑποφέρῃ πλέον τοιαύτην ἀνόητον συνήθειαν, ὁποὺ νὰ ζητῇ τὰ ἀφανῆ διὰ τῶν ἀφανῶν, οὔτε μερικοὶ διδάσκαλοι νὰ καυχῶνται παραπολὺ διὰ τὸ ὅτι ἠξεύρουσι τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, οἱ ὁποῖοι, τῇ ἀληθείᾳ, ἠμποροῦν νὰ παρομοιασθοῦν μὲ τινάς, οἵτινες ὄντες γυμνοὶ εἰς τὸ σῶμα, φέροσι πολύτιμα καλύμματα εἰς τὴν κεφαλήν. Ἐγὼ ἐγνώρισα ἕνα νέον ὁποὺ εἶχε σπουδάξει δέκα ἓξ χρόνους εἰς τὸ σχολεῖον τῆς Πάτμου, καὶ ἦτον εἴκοσι ἓξ χρόνων, ὅταν ἐβγῆκεν μὲ τὸ τίτλον τοῦ λογιωτάτου, μ᾿ ὅλον τοῦτο δὲν ἤξευρε νὰ παραστήσῃ πῶς γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης. Ἤξευρεν ὅμως ἐκ στήθους ὅλον σχεδὸν τὸ τρίτον τοῦ Γαζῆ.
(5) Ἡ Ἑλλὰς χρεωστεῖ αὐτὴν τὴν χάριν ἐκείνων τῶν ὀλίγων φιλοπάτριδων, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν μέρος τῆς περιουσίας των καὶ ἔκτισαν σχολεῖα, πληρώνοντες ὄχι μόνον τοὺς διδασκάλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰδίους μαθητάς, ὅταν εἶναι πτωχοί. Ἐπλούτισαν τὰ σχολεῖα μὲ τὰ ἀναγκαιότερα βιβλία, τόσον ἐπιστημονικὰ καθὼς καὶ ἠθικά, ὁποὺ ἔκδωσαν εἰς τύπον, μὲ τὰ ἀναγκαῖα ὄργανα τῆς μαθηματικῆς καὶ φυσικῆς, καί, ἐν ἑνὶ λόγῳ, τὰ πάντα ἐπρόβλεψαν.
(6) Εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ, ὁποὺ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἥρωας μὲ μόνον δέκα ἓξ συντρόφους ἐφυλάχθη πολλοὺς χρόνους ἐλεύθερος εἰς τὰ μέρη τοῦ Ξηρομεριοῦ, καὶ συνεκρότησεν μυρίους πολέμους ἐναντίον πολλῶν ἑκατοντάδων ἐχθρῶν.
(7) Οἱ νῦν ἀρχιστράτηγοι τῶν ἀλλογενῶν, ἀφοῦ κατὰ συνήθειαν προστάξωσιν ὅσα ἔμαθον νὰ λέγωσι, τότε ἐπιστρέφουσιν εἰς τὰ ὄπισθεν, μὲ πρόφασιν διὰ νὰ μὴν βάλουν εἰς κίνδυνον τὰ στρατεύματα μὲ τὸν χαμὸν τῆς ζωῆς των, καὶ οὕτως πολλάκις κλέπτουσι τὴν τιμὴν μιᾶς νίκης, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτοὶ δὲν ἔλαβον ἴσως τὸ παραμικρὸν μέρος, καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἀπουσίαν τους προξενοῦσι τὴν σύγχυσιν, ὁποὺ εἶναι πρόδρομος τῆς ἥττας.
(8) Τὸ μικρὸν παιδάριον ἑνὸς ἥρωος Σουλιώτου, ὁποὺ ὁ τύραννος Ἀλῆς ὡς αἰχμάλωτον ἐφύλαττε εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν Ἰωαννίνων μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ ἀδελφάς του, δὲν ὑπέφερνε τοιαύτην φυλακήν, καὶ ἀλλέως δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἡμερώσουν, παρὰ δίδοντάς του τὰ πολεμικὰ ἄρματα, μὲ τὰ ὁποῖα παίζοντας ἡσύχασεν.
(9) Πολλοὶ χωριάτες, μάλιστα δὲ οἱ Σουλιῶτες, τόσον εἶναι ἐπιτήδειοι εἰς τὸ νὰ σημαδεύουσιν μὲ τὸ βόλι, ὁποὺ πολλάκις τὸ περνοῦσι ἀπὸ ἓν δακτυλίδι. Ἔχουσι δὲ καὶ τὴν ὅρασιν τόσον ὀξεῖαν καὶ καθαράν, ὁποὺ βλέπουσι τὴν νύκτα περισσότερον ἀπ᾿ ὅ,τι βλέπουσιν οἱ ἀκαδημικοὶ τῆς Κρούσκας τὴν ἡμέραν.
(10) Σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς Ἑλλάδος δὲν εὑρίσκεται ἰατρός· ἢ, διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, δὲν εὑρίσκεται ἄρρωστος.
(11) Ὅποιος παρατηρήσῃ τὰ παιγνίδια τῶν παίδων καὶ νέων εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὐκόλως ἠμπορεῖ νὰ ἐννοήσῃ τὸ ἡρωϊκὸν πνεῦμα των, ὡσὰν ὁποὺ ἡ τύχη δὲν ἔχει τὸ παραμικρὸν μέρος εἰς αὐτά, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀνδρεία, καὶ μᾶλλον ἡ ἀγχίνοια. Πρὸς τούτοις τὰ παιδάρια συγκροτοῦν πολέμους ἀναμεταξύ των, τόσον εἰς ὅλα τὰ χωρία σχεδόν, καθὼς καὶ εἰς διαφόρους πόλεις (εἰς τὰς ὁποίας τῶν ὀθωμανῶν τὰ παιδία εἶναι διὰ παραπλήρωσιν καὶ φεύγουν τὰ πρῶτα εἰς τὴν παραμικρὰν στενοχωρίαν). Τὰ ἅρματά των εἶναι τόσα ξύλα, καὶ πολλάκις μεταχειρίζονται καὶ πέτρας. Τόσον τακτικὰ καὶ στοχαστικὰ διαυθεντεύονται καὶ πολεμοῦσι, ὁποὺ εἶναι ὄντως ἄξια θαυμασμοῦ. Πολλάκις ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀδιάκοπος συγκρότησις βαστᾶ ἕως τρεῖς ὥρας. Φυλάττουσι μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν τοὺς πολεμικούς των νόμους, καὶ ἂν κανένας δὲν ὑπακούσῃ, εὐθὺς οἱ λοιποὶ τὸν ἐκβάλλουν ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν πολεμούντων. Ὑποδέχονται τοὺς αἰχμαλώτους μὲ κάθε καλωσύνην, ἀγκαλὰ καὶ νὰ τοὺς παρηγοροῦσιν εἰρωνικῶς. Αὐταὶ αἱ γυμνάσεις ἀκολουθοῦν εἰς τὰς ἑορτάς, καὶ πάντοτε κρυφίως, ἐπειδὴ ὁ ὀθωμανὸς κυβερνητὴς δὲν τοὺς τὸ συγχωρεῖ ἢ ἀπὸ ἀμάθειαν ἢ ἀπὸ φθόνον. Πολλάκις ἀκολουθεῖ καὶ θάνατος εἰς αὐτὰς τὰς γυμνάσεις. Μ᾿ ὁλον τοῦτο ἡ φυσικὴ κλίσις τῶν νέων εἰς τὰ ἄρματα δὲν ψηφεῖ οὔτε φοβερισμούς, οὔτε κίνδυνον, καὶ σχεδὸν εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα εὑρίσκεται αὐτὴ ἡ συνήθεια.
(12) Ὁ ἀγαλματοποιὸς προτιμεῖ ἓν μάρμαρον ἀκέραιον καὶ ἀδούλευτον, παρὰ ἓν μισοδουλευμένον. Ἐπειδὴ μὲ τὸ πρῶτον ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ ὅ,τι λογῆς ἄγαλμα θελήσῃ, ἀλλὰ μὲ τὸ δεύτερον πρέπει νὰ κάμῃ ὄχι ἐκεῖνο ὁποὺ θέλει, ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ. Οὕτω καὶ οἱ νῦν Ἕλληνες, μὴ ὄντες γενικῶς πεπαιδευμένοι, εἶναι εὐκολώτερον νὰ καλοπαιδευθῶσιν, παρὰ ἂν ἦτον κακῶς πεπαιδευμένοι. Ἡ ἐλευθερία εἶναι σχολεῖον εὐρυχωρότατον καὶ ἡ θέλησις ὁ πλέον ἐπιτήδειος διδάσκαλος.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ
Σ. ΚΑΙ Κ.

Ο ΣΥΓ(ΓΡΑΦΕΥ)Σ. Ἀδελφοί μου, χαίρετε! (τοὺς ἀσπάζεται).
Ο Σ. Δὲν ἠξεύρω πότε θέλει ἀλλάξεις ἰδιώματα. Αὐτὰ τὰ φιλιά σου!..
Ο Κ. Τῇ ἀληθείᾳ εἶναι παράξενος· (λέγει πρὸς τὸν Σ.) Εἰς ὅποιον μέρος μὲ ἀπαντήσῃ, εὐθὺς ὁρμεῖ νὰ μὲ φιλήσῃ. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸν ἀφήνω, καὶ πολλάκις...
Ο ΣΥΓ. Διατί, ἀδελφοί μου, σᾶς κακοφαίνεται; Ἐσεῖς γνωρίζετε τὴν καρδίαν μου πόσον εἶναι καταπικραμένη ἀπὸ τὰς καταδρομὰς τῆς τύχης, καὶ θέλετε νὰ μὲ ὑστερήσητε ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸ τὸ μόνον καλὸν ὁποὺ μοῦ ἔμεινε! Ἐγὼ σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ὅταν σᾶς φιλῶ, αἰσθάνομαι μίαν ἡδύτητα ἀνέκφραστον, καὶ... Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσωμεν τὰ τοιαῦτα. Εἰπέτε μοι, παρακαλῶ, ἀναγνώσατε τὸ βιβλίον, ὁποὺ πρὸ ἡμερῶν σᾶς ἔδωσα;
Ο Σ. Τὸ θαυμαστὸν πόνημά σου; (εἰρωνικῶς).
Ο Κ. Τὴν Ἑλληνικὴν Νομαρχίαν; (εἰρωνικῶς).
Ο ΣΥΓ. Ναί.
Ο Σ. [Τὸ ἀναγνώσαμεν].
Ο Κ. [Τὸ ἀναγνώσαμεν].
Ο Σ. Τί λωλαμάδα! Ἠθέλησες καὶ σὺ νὰ δείξῃς τὴν ἀξιότητά σου, καί, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, ἡ ὑπερηφάνειά σου σ᾿ ἐτύφλωσε τόσον, ὁποὺ μὲ τοὺς ἰδίους σου κόπους καὶ μὲ ἔξοδά σου ἠθέλησες νὰ ἀποκτήσῃς βάσανα. Καὶ ἐνθυμήσου τοὺς λόγους μου.
Ο Κ. Τῇ ἀληθείᾳ, ἂν κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ὀνειδίζεις, κατὰ δυστυχίαν, γνωρίσῃ ὁποῖος εἶσαι, ἠμπορεῖ νὰ σὲ βλάψῃ, καὶ ἴσως περισσότερον ἀπ᾿ ὅ,τι φοβεῖσαι.
Ο Σ. Καὶ ποῖον ἄφησε ἄβριστον; Βασιλεῖς, ἀρχιεπισκόπους, εὐγενεῖς, πλουσίους...
Ο Κ. Ἠθέλησες πρὸς τούτοις, φίλε μου, νὰ ὁμιλήσῃς διὰ πολλὰ πράγματα· καὶ εἰς τόσον μικρὸν βιβλίον, βέβαια, δὲν ἠμπορεῖ τινὰς νὰ εἰπῇ ὅσα χρειάζονται.
Ο Σ. Ἔ, κάψε τα, κάψε τα, ἀγαπητέ μου, ὅσα σώματα καὶ ἂν ἐτύπωσες, κάψε καὶ τὸ χειρόγραφον, διὰ νὰ μὴν εὕρῃς βάσανα.
Ο ΣΥΓ. Νὰ τὰ κάψω! (μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ μεγαλοφώνως). Ὦ Πατρίς! Ὦ Ἑλλάς! Ὦ Ἕλληνες! Ὦ φίλοι μου γλυκύτατοι! (πίπτει λιποθυμισμένος).
Ο Σ. Πῶς ἔμεινεν ἄλαλος! (λέγει πρὸς τὸν Κ.).
Ο Κ. Πῶς ἐκιτρίνισε!
Ο Σ. Μοὶ φαίνεται νὰ δακρύζῃ.
(Ὁ Κ. τὸν ἀνασηκώνει καὶ μετ᾿ ὀλίγου, ἀναλαμβάνων ὁ συγγραφεύς, λέγει:)
Ο ΣΥΓ. Ὦ Θεέ μου! Εἶσθε ἐσεῖς, ὁποὺ μοῦ λέγετε τοιαῦτα λόγια; Ἔ, ἀδελφοί μου, ἐσεῖς βέβαια δὲν εὑρίσκεσθε εἰς τὰς ἰδίας περιστάσεις ὁποὺ εὑρίσκομαι ἐγώ, οὔτε αἰσθάνεσθε ὅλον τὸ βάρος τῆς τυραννίας καὶ ὅλας τὰς δυστυχίας τῆς Ἑλλάδος ὅσον ἐγὼ τὰς αἰσθάνομαι. Ἐγώ, ναί! Ἐγὼ δὲν ζῶ, εἰμὴ ὡς Ἕλλην οὔτε ἄλλο τι ἠμπορεῖ νὰ μοῦ καταστήσῃ ποθητὴν τὴν ζωήν μου, εἰμὴ ἡ Ἑλλάς. Ἡ καρδία μου εὐθὺς ἀρχίζει νὰ ταράττεται βιαίως, ὅταν ἀκούω τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος μου.
Ἔ, φίλοι μου, εἶναι ἀδύνατον νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ταλαιπωρίαν τοῦ γένους μας· οὔτε ὅλοι ὑποφέρουσιν ἐξ ἴσου, διὰ νὰ ἠμπορέσουν νὰ αἰσθανθῶσι μὲ τὴν ἰδίαν δύναμιν ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὰ ἀνυπόφορα κεντήματα τῆς ἀγανακτήσεως ἐναντίον τῶν τυράννων τῆς Ἑλλάδος. Διὰ τοῦτο... (οἱ φίλοι του θέλουσι νὰ τὸν ἀντισκόψωσι ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν, καὶ ὁ συγγραφεὺς ἐξακολουθεῖ οὕτως:) Ἐγὼ προβλέπω τί θέλετε νὰ μ᾿ ἐρωτήσητε, ὦ ἀγαπητοί μου, καὶ ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς προλαμβάνω. Ἀκούσατε λοιπὸν μὲ πᾶσαν εἰλικρίνειαν τὸ πῶς καὶ διατί ἐσύνθεσα αὐτὸν τὸν λόγον μου, καὶ ἐλπίζω νὰ ἀπολαύσω τὴν συγνώμην σας εἰς τὰ ἀκούσια σφάλματά μου καὶ τὴν εὐχαρίστησίν σας εἰς τὸ ἐπιχείρημά μου.
Περιττὸν μοῦ φαίνεται νὰ σᾶς παραστήσω τὸν χαρακτῆρα μου, ἐπειδὴ οὐδεὶς ἄλλος καλλιώτερα ἀπὸ ἐσᾶς μὲ γνωρίζει. Δὲν ἀγνοεῖτε πρὸς τούτοις, ὅτι αἱ δυστυχίαι τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, καὶ ἡ καταδρομὴ τῆς τύχης ἀπὸ τὸ ἄλλον, ηὔξησαν τὰς κατὰ μέρος ἐδικάς μου δυστυχίας εἰς τὸ ἄπειρον. Δι᾿ ἀρκετοὺς χρόνους, λοιπόν, ἔζησα τυραννημένος ἀπὸ μίαν ἀδιάκοπον ἀμφιβολίαν, ἡ ὁποία μ᾿ ἐφύλαττε παντοτινὰ καταβεβυθισμένον εἰς θλιβεροὺς στοχασμούς.
Τὰ ψυχικὰ πάθη μου σχεδὸν εἶχον νενεκρωθῆ, καὶ εἰς ἄλλο δὲν ἐτελείωνε κάθε στοχασμός μου, παρὰ εἰς τὸ ἀδιακόπως παρ᾿ ἐμοῦ μελετημένον τέλος. Οὔτε δι᾿ ἄλλο τίποτε ἐστοχάσθην, εἰμὴ διὰ τὸ πῶς νὰ ἠμπορέσουν νὰ παύσουν αἱ γενικαὶ δυστυχίαι τοῦ γένους μας, ὁποὺ νὰ παύσουν ἐξακολούθως καὶ αἱ ἐδικαί μου, οὖσαι τόσον ἑνωμέναι ἀλλήλων των, ὥστε ἀδύνατον εἶναι νὰ ἀναπαυθῇ ὁ φίλος σας, ἐν ὅσῳ σώζεται ἡ τυραννία τῆς Ἑλλάδος. Ὅθεν, μόνον ὁ ἔρως τῆς πατρίδος, μόνον καὶ μόνον αὐτὸς ἐκυρίευεν τὴν ψυχήν μου· οὔτε ἄλλη ἐπιθυμία ἠμποροῦσε πλέον νὰ ἔχῃ χώραν, αὐτοῦ ὄντος, εἰμὴ τὸ θεῖον δῶρον τῆς φιλίας. Καὶ οὕτως ἡ γλυκεῖα συναναστροφή σας καὶ ἡ ἀνάγνωσις τινῶν συγραφέων μ᾿ ἐπαρηγοροῦσαν ὁπωσοῦν.
Ἀλλά, φεῦ! Ὅταν εἰς τὴν ἐνθύμησίν μου ἤρχετο ὁ σημερινὸς ὄλεθρος τῆς Ἑλλάδος καὶ τὰ ἀνήκουστα καὶ σχεδὸν ἀπίστευτα βάσανα τῆς πατρίδος μου, εὐθὺς ἕνας παράξενος τρόμος ἀγανακτήσεως μ᾿ ἐκυρίευεν ὅλον, ὁπού, σᾶς βεβαιῶ, ὦ φίλοι μου, δέν ἠμποροῦσα οὔτε νὰ γράψω, οὔτε νὰ ἀναγνώσω, οὔτε κἂν νὰ ὁμιλήσω. Καὶ μόνος ἔλεγον εἰς τὸν ἑαυτόν μου: «Ἔ, διατί οἱ Ἕλληνες νὰ εἶναι δοῦλοι! Διατί νὰ μὴν ἐλευθερωθοῦν μέχρι τῆς σήμερον! Εἶναι δυνατόν, εἶναι εὔκολον ἢ ὄχι; Καὶ ἂν εἶναι δυνατόν, ὁποῖαι εἰσὶν αἱ αἰτίαι ὁποὺ τὸ ἐμποδίζουσι;»
Καὶ ἀνάμεσα εἰς τὸν λαβύρινθον τοσούτων θλιβερῶν στοχασμῶν, ὅλος ἐνθουσιασμένος ἐλάμβανα τὸ κονδύλι καὶ ὀλίγον χαρτάκι, καὶ ἔγραφα ὅ,τι ὁ ἐνθουσιασμός μου καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ πράγματος μοὶ ἐπαγόρευεν εἰς ἐκείνην τὴν στιγμήν. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἐτελείωνα, ἔρριπτον εἰς ἓν κιβώτιον τὸ γεγραμμένον χαρτίον, καὶ οὕτως ἀναπαύετο ὁπωσοῦν ἡ ψυχή μου.
Τοιουτοτρόπως, ὦ ἀγαπητοί, ἠκολούθησα διὰ πολὺν καιρόν, ὅταν, τέλος πάντων, ἡ ποσότης τῶν αὐτῶν χαρτίων μὲ κατέστησεν περίεργον νὰ τὰ ἀναγνώσω. Ἤρχισα λοιπὸν νὰ ἀναγινώσκω καὶ νὰ τὰ βάνω εἰς τάξιν, ἐπειδή, καθὼς εὐκόλως ἠμπορεῖτε νὰ καταλάβητε, δὲν εἶχον τὴν παραμικρὰν εὐταξίαν. Ἄλλα εὑρῆκα γεγραμμένα ἰταλιστί, ἄλλα γαλλιστί, ἄλλα εἰς τὴν γλῶσσαν μας, καὶ ὅλα τόσον κακῶς γεγραμμένα, ὁποὺ μόλις ἠμποροῦσα νὰ τὰ ἀναγνώσω. Ἐνθυμοῦμαι ὁποὺ εἰς ἓν κατεβατὸν ὁλόκερον δὲν ἦτον ἄλλο τι γεγραμμένον, εἰμή: «κακὲ ἄνθρωπε καὶ σκληροτράχηλε τύραννε!». Τέλος πάντων, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄσχημον ὅλον, ἐσύναξα καὶ ἐσύνθεσα αὐτὸν τὸν λόγον, καὶ ἰδοὺ τὸ πῶς ἠκολούθησεν ἡ σύνθεσίς του.
Ο Σ. Διὰ τοῦτο δὲν εὑρίσκει τινὰς ἐκείνην τὴν ἀναγκαίαν ἐξακολούθησιν τῶν νοημάτων.
Ο ΣΥΓ. Βέβαια δὲν εἶναι καθὼς ἔπρεπε νὰ ἦτον.
Ο Κ. Ἡ συντομία δὲν συμφωνεῖ ποτὲ μὲ τὰ μεγάλα θέματα.
Ο ΣΥΓ. Ἡ αὐτὴ συντομία μὲ ὑποχρέωσε νὰ βάλω εἰς ὑποσημειώσεις πολλὰ πράγματα, ὁποὺ ἔπρεπε νὰ ὁμιλήσῃ τινὰς εἰς διάφορα ξεχωριστὰ κεφάλαια δι᾿ αὐτά. Καὶ ἡ συντομία, τέλος πάντων, ὑποχρεώνοντάς με νὰ ἑνώσω βιαίως διάφορα θέματα εἰς ἕν, ἔδωσεν εἰς μερικὰ κατεβατὰ μεγάλην ἐνέργειαν, καὶ εἰς ἄλλα ἄκραν ξηρότητα. Ἀφοῦ λοιπόν, ὦ ἀγαπητοί μου, τὸν ἐσύνθεσα, ἀκούσατε τὸ διατί ἠθέλησα νὰ τὸν τυπώσω. Πρῶτον μέν, διὰ νὰ ὠφεληθοῦν μερικοὶ ὁποὺ ἤθελε τὸν ἀναγνώσουν μὲ ἐκείνην τὴν ἰδίαν ἀγάπην καὶ διάθεσιν τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ὁποίαν ἐγὼ τὸν ἐσύνθεσα. Δεύτερον δέ, διὰ νὰ παρακινήσω τοὺς προκομμένους τοῦ γένους μας νὰ συνθέσουν εἰς τὸ ἴδιον θέμα ἀξιώτερα πονήματα.
Ο Κ. Τῇ ἀληθείᾳ, εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ, πῶς μερικοὶ ὁποὺ διάφορα πονήματά των ἐξέδωκαν εἰς φῶς, κανεὶς σχεδὸν δὲν ὡμίλησε καθὼς πρέπει περὶ τῆς ἐλευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος.
Ο ΣΥΓ. Ἐλπίζω, ὦ ἀδελφέ μου, εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ μάλιστα ὀγλήγορα, νὰ πληρωθῇ ἡ ἐπιθυμία μας.
Ο Σ. Εἰπέ μας, ὦ φίλε, μόνον δύο αἴτια σ᾿ ἐπαρακίνησαν νὰ τυπώσῃς τὸ πόνημά σου, ἢ ἔχεις καὶ κανένα ἄλλο;
Ο ΣΥΓ. Ναί, ὦ φίλοι, ἔχω καὶ τὸ τρίτον καὶ ὕστερον αἴτιον, τὸ...
Ο Σ. Τὸ ὁποῖον εἶναι διὰ νὰ ἠθέλησες νὰ δείξῃς καὶ σὺ τὴν ἀξιότητά σου;
Ο ΣΥΓ. Οὐχί, ἀδελφέ, διότι ἤθελα ἀποδείξει, τοὐναντίον, τὴν ἀναξιότητά μου. Μάλιστα βλέπεις ὅτι δὲν ἔβαλα οὔτε τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν τίτλον.
Ο Κ. Μερικοὶ δὲν βάζουν τὸ ὄνομά τους, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὰς κατακρίσεις ὁποὺ τοὺς τυχαίνουν.
Ο Σ. Οὐχί, ὦ Κ. Ὁ φίλος μας δὲν τὸ ἔβαλεν, διὰ τὰς αἰτίας ὁποὺ ἠξεύρομεν.
Ο ΣΥΓ. Σᾶς βεβαιῶ ὡς ἀδελφός, ὅτι καὶ αἱ αἰτίαι ὁποὺ λέγεις ἂν δὲν ἤθελε ἦτον, μ᾿ ὅλον τοῦτο δὲν ἤθελα τὸ βάλει, ὡς μὴ ἀναγκαῖον. Ἂν ὅμως ἤθελε γράψει τις ἐναντίον...
Ο Σ. Ἔ, δὲν ἐλπίζω νὰ εὑρεθῇ Ἕλλην τις, νὰ γράψῃ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος. Εἰπέ μας τώρα τὸ τρίτον αἴτιον.
Ο ΣΥΓ. Τὸ τρίτον εἶναι, ὦ ἀδελφοί, ὁπού, ἂν ὁ θάνατος κατὰ δυστυχίαν ἤθελεν μ᾿ ἐμποδίσει ἀπὸ τὸ νὰ ὠφελήσω εἰς τὶ τὴν Ἑλλάδα, κἂν οἱ λόγοι μου νὰ ἀποδείξουν τὴν πρὸς αὐτὴν εὐγνωμοσύνην μου. Καὶ διὰ τοῦτο, σᾶς παρακαλῶ, μὴν...
Ο Κ. Εἰπέ μοι, εἰπέ μοι, σὲ παρακαλῶ, διὰ νὰ μὴν τὸ ἀλησμονήσω. Διατί ἔβαλες εἰς τὸν τίτλον «Ἑλληνικὴ Νομαρχία», ὅταν καθ᾿ αὑτὸ δὲν εἶναι ἄλλο, εἰμὴ ἕνας λόγος...
Ο Σ. Αὐτό, τῇ ἀληθείᾳ, εἶναι σφάλμα ἀσυγχώρητον. Ἐγὼ ἀναγινώσκοντας τὸν τίτλον, ἐνόμιζα νὰ εὕρω τὸν τρόπον τῆς συστήσεως αὐτῆς τῆς διοικήσεως, καί, τοὐναντίον, εὑρῆκα ἄλλα.
Ο ΣΥΓ. Ἔχετε δίκαιον εἰς αὐτό, ὦ ἀδελφοί μοι, καὶ ἐγὼ γνωρίζω τὸ σφάλμα μου, τὸ ἔβαλα ὅμως διὰ...
Ο Κ. Σιωπή, πλησιάζει ὁ...
Ο Σ. Ἔ, νὰ τὸν πάρῃ ἡ κατάρα!
Ο ΣΥΓ. Ὑπομονή! Αὔριον ἑτοιμασθῆτε νὰ μοῦ δώσητε τὴν γνώμην σας εἰς πολλὰ ζητήματά μου. Ἔρρωσθε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...